ταρσανάς

ταρσανάς
και τερσανάς και αρσανάς, ο, Ν
(παλαιός όρος)
1. ναυπηγείο ξύλινων πλοίων
2. ναύσταθμος
3. αποβάθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tersane με προληπτ. αφομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταρσανάς — ταρσανάς, ο και αρσανάς, ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.), ναυπηγείο, ναύσταθμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρσανάς — και ταρσανάς, ο 1. ναυπηγείο 2. ναύσταθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι ο τ. προήλθε από το γαλλ. arsenal «ναύσταθμος». Σύμφωνα με άλλη άποψη ο τ. αρσανάς < ιταλ. darsena < (αραβ.) dar es sana «οίκος των κατασκευών»] …   Dictionary of Greek

  • ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… …   Dictionary of Greek

  • τερσανάς — ο, Ν βλ. ταρσανάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”